-
1 διακομίξω
A carry over or across,ἐς τὴν νῆσον Th.3.75
;πέντε σταδίους δ. τινά Hdt.1.31
; simply, convey, Luc. Merc.Cond.27, PLips.34.5 (iv A.D.):—[voice] Med., carry over what is one's own,δ. παῖδας Th.1.89
:—[voice] Pass., to be carried over, ib. 136, Pl.Lg. 905b; pass over, cross, Th.3.23, And.3.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακομίξω
-
2 σκευαζω
(fut. σκευάσω, aor. ἐσκεύᾰσα; pass.: pf. ἐσκεύασμαι - ион. 3 л. pl. ἐσκευάδαται)1) ( о пище) готовить, приготовлять(τὰ θηρία Her.; θοίνην Plat.; κρέα ὀπτά Diod.)
ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευάζεσθαι Plat. — из ячменя приготовлять себе крупу;σ. περικόμματα ἔκ τινος Arph. — (угроза) изрубить кого-л. на мелкие куски2) изготовлять, делать(τινὴ εἴδωλον σ. Her.; χαλινόν Plat.)
3) готовить, затевать, устраивать, тж. причинять, доставлять(ἡδονήν Plat.)
τὸν πρὸς βασιλέα πόλεμον σκευάζεσθαι Her. — готовиться к войне с (персидским) царем;εἰς πρᾶγμα νεοχμὸν σκευάζεσθαι Eur. — затевать нечто новое4) наделять, снабжать (только pass.)τοῖσι ποταμοῖσι οὕτω οἱ Σκύθαι ἐσκευάδαται Her. — так вот какими реками располагают скифы;λαμβάνων τι καὴ σκευαζόμενος Plut. — захватывая что-л. и делая запасы5) одевать, наряжать(τινὰ ὥσπερ γυναῖκα Arph.)
εὐνοῦχος ἐσκευασμένος Arph. — наряженный евнухом6) вооружать(τινὰ πανοπλίῃ Her.)
ἕκαστοι ἐσκευασμένοι Thuc. — все в полном вооружении7) украшать -
3 σκευάζω
A : [tense] aor. , etc.; [dialect] Dor. - αξα ([etym.] κατ-) Ti.Locr.99a: [tense] pf. :—[voice] Med., [tense] aor.ἐσκευασάμην Din.Fr.89.31
: [tense] pf., v. infr.:—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι Gal.6.501
as cited by Orib.4.1.16 ( σκευασθῇ codd. Gal.), ([etym.] κατα-) D.19.219: [tense] pf. ἐσκεύασμαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐσκευάδαται Hdt.4.58
, and so of [tense] plpf. - ατο, Id.7.62; used in med. sense, E.Supp. 1057, Lys.Fr.54: ([etym.] σκεῦος, σκευή):—prepare, make ready, esp. prepare or dress food, [ πρόβατα] Hdt.1.207, cf. 73;ὅ τι ἄν τις.. σκευάσῃ Ar.Eq.53
; ἄλφιτα ib. 1104 ([voice] Pass.);ὄψον Alex.49
, Philem.79.2, Thphr.Char.20.9;τὸ δεῖπνον Pl.Com.46.2
; ([voice] Pass.);σ. ἑλλέβορον μετὰ φαρμάκου Str.9.3.3
; κρέα ὀπτὰ ς. D.S.2.59: metaph., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς δεῖ σκευάσαι; Alex.133.1; περικόμματ' ἐκ σοῦ -άσω make mincemeat of you, Ar.Eq. 372;ὑμᾶς.. φρυκτοὺς σκευάσω Id.V. 1331
:—[voice] Med., prepare for oneself, and then much like the [voice] Act., ; .2 generally, make ready, arrange, Hdt.1.80; make a barrier, IG12.44.9; κέραμον ς. ib.313.164; χαλινὸν.. χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι giving it him to make, Pl.Prm. 127a; σ. ἡδονάς provide, procure, Id.R. 559d:—[voice] Med., σ. τόξ' ἑαυτοῦ παισί made his arrows ready for (i.e. against) them, E.HF 969; contrive, bring about, πόλεμον, προδοσίην ς., Hdt.5.103, 6.100.II of persons, furnish, supply, only in [voice] Pass.,σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι Hdt.1.188
; ;ἐς πρᾶγμα νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα E.Supp. 1057
.2 dress up,τὴν γυναῖκα σ. πανοπλίῃ Hdt.1.60
;ἄνδρας τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι Id.5.20
; τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα ib.12;σ. τινὰ ὥσπερ γυναῖκα Ar.Th. 591
;χοίρως ὑμὲ -άσας Id.Ach. 739
;σ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα X.An. 6.1.12
;οὕτω σκευάσαντες ἑαυτούς Plu.Caes.31
; also σ. τοὺς θεράποντας ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας, App.BC4.45,46; σ. εἴδωλόν τινι dress up an effigy of him, Hdt.6.58:—[voice] Pass., ἐσκευασμένοι accoutred, Th.4.32; εὐνοῦχος ἐσκευασμένος dressed up as.., Ar.Ach. 121; rarely of things, τὰ προπύλαια τύποισι.. ἐσκευάδαται are decorated with.., Hdt.2.138.III cheat, cozen, Men.Sam. 254. (From iii B.C. sts. written [pref] σκεα-, asπαρασκεαστέον PTeb.703.248
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκευάζω
См. также в других словарях:
σκευάζω — ΝΑ [σκεῡος] νεοελλ. (για εμπορεύματα) συσκευάζω αρχ. 1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.) 2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.) 3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ ἐκ σοῡ… … Dictionary of Greek